• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in arrears,
in arrear
adj
(rent: overdue)ληξιπρόθεσμος επίθ
  (καθομιλουμένη)που έχει καθυστερήσει περίφρ
 The tenants had no income so their rent was in arrears.
in arrears,
in arrear
adj
(person: owing money)που χρωστάει περίφρ
  (καθομιλουμένη)που είναι πίσω στις πληρωμές περίφρ
 The landlord took his tenant to court because she was three months in arrears.
 Ο ιδιοκτήτης πήγε την ενοικιάστρια στα δικαστήρια επειδή χρωστούσε τρεις μήνες.
 Ο ιδιοκτήτης πήγε την ενοικιάστρια στα δικαστήρια επειδή ήταν τρεις μήνες πίσω στις πληρωμές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in arrears' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in arrears στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in arrears».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!